Ιστορίες Τέχνης Αντώνης Τζαβάρας
0:00
0:00 LIVE
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ  103,7 – 102,9
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 103,7 – 102,9 Mεσογείων 432, Αγία Παρασκευή, TK: 15342, Γραφείο Ρ 221 210 6013168-9 (Studio), 210 6075985 (Γραμματεία – Κοινό) deftero@ert.gr

Θεόδωρος Ράλλης, Η Νυχτερία του Πασά της Ταγγέρης [1884, λάδι σε μουσαμά, 116 x 191 εκ] 

Κείμενο / Αφήγηση: Συραγώ Τσιάρα, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης. 

Credit Φωτογραφίας: ©Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Φωτογράφιση Σταύρος Ψηρούκης.  

Η Νυχτερία του Πασά της Ταγγέρης είναι ένα από τα έργα που προσελκύουν σταθερά το ενδιαφέρον και το θαυμασμό των επισκεπτών της Εθνικής Πινακοθήκης. Επιβάλλεται στον χώρο όχι μόνο λόγω των διαστάσεών του, αλλά χάρη στην ιδιαίτερη θεματολογία, την έντονη αντίθεση ανάμεσα στις σκουρόχρωμες και τις φωτεινές ζώνες και την ευφυή σκηνοθεσία της εικαστικής σύνθεσης. 

Ο πίνακας σε αιφνιδιάζει όταν τον αντικρίζεις. Σχεδόν ξεχνάς ότι πρόκειται για ζωγραφική αναπαράσταση, τόσο ισχυρή είναι η αληθοφάνεια που εκπέμπει. 

Δημιουργός του είναι ο Θεόδωρος Ράλλης, ένας ζωγράφος από τους πιο δημοφιλείς στην απεικόνιση οριενταλιστικών θεμάτων, με σπουδές και επιτυχημένη καριέρα στη Γαλλία. 

Εδώ, αποδίδει με εξαιρετική δεξιοτεχνία τη σκηνή του κατανυκτικού αποχαιρετισμού ενός νεκρού πασά από δύο πιστούς ακολούθους του. Όταν το εξέθεσε στην ετήσια έκθεση του Παρισιού το 1884, ο Ράλλης σημείωνε ότι το έργο απεικονίζει τον Ahmed el Kabil, διοικητή της Ταγγέρης κατά την περίοδο 1757-1789. Ήταν ένας τοπικός ηγεμόνας που υπήρξε διαβόητος για τη σκληρότητά του, γι’ αυτό και ο θάνατός του προκάλεσε κύματα ενθουσιασμού. Έφυγε μοναχικά. Μόνο ένας στρατιώτης παρέμεινε πιστός στο πλάι του για τον τελευταίο αποχαιρετισμό. 

Με την πρώτη ματιά διακρίνουμε το σώμα του νεκρού, ξαπλωμένο σε μια υπερυψωμένη ταράτσα και την πόλη στο βάθος. Είναι ξυπόλυτος, λευκοντυμένος, φορά το σαρίκι στο κεφάλι του, και εκτίθεται στο βλέμμα μας με μια ελαφρά διαγώνια κλίση που τον φέρνει κοντά μας, ενώ, αριστερά και δεξιά, τον πλαισιώνουν οι μορφές των συντρόφων του στο τελευταίο κατευόδιο. Ο πρώτος προσεύχεται διαβάζοντας προσηλωμένος το κοράνι, ενώ ο δεύτερος κάθεται σκεφτικός και ανήμπορος να συμφιλιωθεί με το αμετάκλητο. Την ύστατη στιγμή της συνάντησης της ζωής με το θάνατο ο θρήνος είναι συγκρατημένος και εσωστρεφής. Μόνο ο σκύλος που στέκεται παράμερα και αλυχτά για το χαμό του αφεντικού του εκδηλώνει αυθόρμητα τον πόνο για την απώλεια της ζωής, καθώς σηκώνει ψηλά το κεφάλι του σα να διαμαρτύρεται ή να ζητά απόκριση από τον ουρανό. 

Και δεν πρόκειται για έναν οποιοδήποτε ουρανό: μια γκριζογάλανη, ήρεμη διαδοχή ανοιχτόχρωμων επιφανειών διαποτίζει την όλη ζωγραφική σύνθεση μ’ ένα φως απόκοσμο, αποκαλυπτικό και παρηγορητικό – το φως της σελήνης που αχνοφαίνεται στο βάθος του ουρανού.

Γιατί όμως ένας Έλληνας, γαλλοτραφής, ακαδημαϊκός καλλιτέχνης του 19ού αιώνα αφηγείται με σχολαστική αφοσίωση ένα περιστατικό στην Ταγγέρη; Ο Ράλλης ακολουθεί, ουσιαστικά, τα βήματα προγενέστερων δημιουργών, όπως ο Ευγένιος Ντελακρουά, αλλά και ο ίδιος ο δάσκαλός του, Ζαν Λουί Ζερόμ. Ταξιδεύει, παρατηρεί, καταγράφει και απεικονίζει τοπία, ανθρώπους και συνήθειες της Ανατολής στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, τη Μικρά Ασία. 

Ας μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στην περίοδο της αποικιακής εξάπλωσης των Ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Οι Δυτικοί εξάπτονται από τον εξωτισμό της Ανατολής και η αγορά διψά για παζάρια και ξαπλωμένες ηδυπαθείς οδαλίσκες. [Επιπλέον] Οι οριενταλιστικές αναπαραστάσεις καθίστανται ιδιαίτερα δημοφιλείς και περιζήτητες από τους Ευρωπαίους συλλέκτες διότι παρέχουν μια ανεμπόδιστη και ατιμώρητη οθόνη προβολής των φαντασιώσεων κατοχής, δύναμης και υποταγής, όχι μόνο στον τόπο, αλλά και στο σώμα του Ανατολίτη, και κυρίως της Ανατολίτισσας. 

Από αυτή την άποψη, χαρακτηριστικό έργο του ίδιου ζωγράφου είναι η «Λεία». Εκτίθεται σχεδόν απέναντι από τον Πασά της Ταγγέρης και απεικονίζει μια τρομοκρατημένη ημίγυμνη γυναίκα που βρίσκεται αιχμάλωτη στο εσωτερικό ενός ορθόδοξου ναού, δεμένη σε ένα στασίδι. 

Η περίπτωση βέβαια των Ελλήνων οριενταλιστών είναι κάπως πιο σύνθετη, αφού το σώμα της Ανατολής δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με το ξένο ή το εξωτικό. 

Μπορεί να εμπεριέχει υπαρκτούς δεσμούς ή σχέσεις καταγωγής με παραδόσεις, εικόνες και βιώματα με τα οποία οι καλλιτέχνες αισθάνονται μεγαλύτερη πολιτισμική εγγύτητα. Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, άλλωστε, κοιτάζει με λαχτάρα προς Ανατολάς στο πλαίσιο του αλυτρωτισμού και της Μεγάλης Ιδέας. Αυτό το ιδιαίτερο βλέμμα του εθνικού υποκειμένου και των επιθυμιών του δυσκολεύει -χωρίς βέβαια και να ακυρώνει- την ηδονοβλεπτική απόλαυση των γυμνών γυναικείων σωμάτων.

Ο Θεόδωρος Ράλλης ήταν ένας ευρωπαίος αστός κοσμοπολίτης, μεγαλωμένος στην Κωνσταντινούπολη από πλούσια οικογένεια εμπόρων με ρίζες από τη Χίο. Στη ζωγραφική του υιοθέτησε και αναπαρήγαγε με γοητευτική δεινότητα την άψογα λειασμένη εικόνα ενός κόσμου ονειρικού, φιλήδονου και εξωτικού. Οι πίνακές του δίνουν την εντύπωση της πιστής -σχεδόν φωτογραφικής- αναπαράστασης της πραγματικότητας και είναι ιδιαίτερα αγαπητοί και ευπώλητοι. Ακόμη και σήμερα στις διεθνείς δημοπρασίες σπάνε τα ρεκόρ με τις τιμές τους. 

Η ανεξίτηλη θελτικότητά τους ίσως οφείλεται σ’ αυτήν ακριβώς την ψευδαίσθηση που μεταδίδουν στον θεατή, ότι μεταφέρεται αυτόματα σε έναν άλλο κόσμο, διεγείροντας αισθήσεις και μνήμες. 

Ακόμα και σήμερα, που η ματιά μας στον οριενταλισμό δεν είναι το ίδιο αθώα και νοσταλγική, το κριτικό βλέμμα δεν μας εμποδίζει να συνδεθούμε νοητικά και βιωματικά με διαφορετικές εικαστικές αναπαραστάσεις. Να αισθανθούμε τη χαρά της συνάντησης με το «άλλο», αυτό που κάποτε θεωρούσαμε εξωτικό, φιλήδονο, άχρονο, ράθυμο και αμετάβλητο. 

[Πέρα απ’ την ψευδαίσθηση] Υπάρχει όμως κάτι που κρατά στέρεη τη σχέση του έργου με την εποχή της δημιουργίας του: το αυθεντικό πλαίσιο, η πολυτελής κορνίζα με την αραβική γραφή, η οποία θα μπορούσε να αποδίδει τα τελευταία λόγια του πασά: «Ο μόνος κύριος είναι ο θεός / έχω πίστη στον θεό / πριν ξεψυχήσω». 

Ήταν η ίδια κορνίζα που πλαισίωνε το έργο όταν το χάρισε στην Εθνική Πινακοθήκη ο Γεώργιος Γαϊτάνος το 1975 και προφανώς όταν φιλοτεχνήθηκε. Είναι η ίδια που το αναδεικνύει σήμερα στα μάτια των πολυπληθών θεατών και διευκολύνει το ταξίδι της φαντασίας στον κόσμο της Ανατολής.


Βio

H Συραγώ Τσιάρα είναι ιστορικός τέχνης, επιμελήτρια, διδάκτωρ του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Ανέλαβε τη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου τον Ιούλιο του 2022. 

Έχει επιμεληθεί πάνω από πενήντα εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, οργανώνει ή/και συμμετέχει σε συνέδρια, συγγράφει επιστημονικές μελέτες και δίνει διαλέξεις κυρίως πάνω σε ζητήματα σχέσεων τέχνης και πολιτικής, μνήμης, ταυτότητας, επιμελητικών πρακτικών και διασύνδεσης της σύγχρονης τέχνης με τους αρχαιολογικούς χώρους και τη δημόσια σφαίρα.

Δίδαξε για τρία χρόνια στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Διετέλεσε διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης, του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, επιμελήτρια και εθνική επίτροπος του Ελληνικού περιπτέρου στη Μπιενάλε της Βενετίας. Οργάνωσε επιμελητικά και μουσειολογικά την επανέκθεση της Συλλογής Κατσίγρα στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας με στόχο να ανανεώσει το νόημα της ιστορικής συλλογής.

σχετικα podcasts