Ιστορίες Τέχνης Αντώνης Τζαβάρας
0:00
0:00 LIVE
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ  103,7 – 102,9
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 103,7 – 102,9 Mεσογείων 432, Αγία Παρασκευή, TK: 15342, Γραφείο Ρ 221 210 6013168-9 (Studio), 210 6075985 (Γραμματεία – Κοινό) deftero@ert.gr

Χρόνης Μπότσογλου, Η πτώση [1992, Λάδι σε μουσαμά, γύψος χρωματισμένος, 205 x 200 x 155 εκ] 

Κείμενο / Αφήγηση: Κατερίνα Ταβαντζή, επιμελήτρια της συλλογής χαρακτικής της Πινακοθήκης. 

Credits Φωτογραφίας: ©Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Φωτογράφιση Σταύρος Ψηρούκης. 

«Δρασκέλισα το περβάζι και στάθηκα στη φαρδιά μαρκίζα του τρίτου ορόφου. Σκεφτόμουν πόσο λίγο θα διαρκούσε η πτώση, κι αμέσως θα γλύτωνα από κάθε πόνο. Μια ομάδα φοιτητές στέκονταν από κάτω. Περίμενα. Κάποιος περαστικός με είδε κι άρχισε να φωνάζει. Μαζεύτηκαν κι άλλοι. Έγινε κύκλος, με δείχνανε και χειρονομούσαν. Ένιωσα γελοίος και κυνηγημένος μπήκα μέσα. Μόλις έσκισα το σημείωμα και ξάπλωσα, γύρισες. Έτρεμα σύγκορμος, ο πυρετός θα κόντευε τους 40⁰. Αργότερα που σκεφτόμουν εκείνον τον θεατρινισμό μου, δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι θα είχα τολμήσει. Κι αυτό μ’ έκανε να νιώθω ακόμα πιο σαχλός».

Η Πτώση του Χρόνη Μπότσογλου φιλοτεχνήθηκε το 1992, σε μια περίοδο που η έντονα υπαρξιακή διάθεση που χαρακτηρίζει όλο το έργο του καλλιτέχνη επικεντρώνεται στη διερεύνηση ζητημάτων που σχετίζονται με τη μνήμη, τη φθορά και τον θάνατο:

  • Το 1988 έχει παρουσιάσει την έκθεση με τίτλο «Σελίδες Ημερολογίου», με ακουαρέλες, σχέδια και γλυπτά όπου απεικονίζει τη μητέρα του, που είχε προσβληθεί από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Ένα ακόμα είδος καταγραφής μιας αργής πτώσης, όταν η άνοια αρχίζει να καταστρέφει σταδιακά και αμείλικτα τη συνείδηση και την προσωπικότητα του αγαπημένου ανθρώπου και η οποία καταγραφή γίνεται αφορμή να διερευνήσει ο καλλιτέχνης τη σχέση του με τη φθορά: αναπαριστώντας αυτήν την αδυσώπητη πορεία προς τον θάνατο, μεταφορικά «σκοτώνει τη μάνα του από απελπισία».
  • Έναν χρόνο μετά την Πτώση, το 1993, ο Μπότσογλου θα αρχίσει την πολύπτυχη μνημειακή ζωγραφική του εγκατάσταση 26 έργων με τίτλο «Μια προσωπική Νέκυια», μια σειρά από φασματικές παρουσίες προσφιλών προσώπων που έχουν φύγει από τη ζωή και που αναδύονται από το σκοτάδι σαν εξαϋλωμένες σκιές που περιβάλλονται από ένα απόκοσμο φως, αποκυήματα μιας μνημονικής διεργασίας που προσπαθεί να ανακαλέσει και να αποτυπώσει προσωπικές θύμησες. 

Το 1992, είναι αυτά τα ίδια, βαθιά υπαρξιακά ζητήματα που ο καλλιτέχνης αναμοχλεύει μέσα του δουλεύοντας την «Πτώση»: σε μια ημερολογιακή καταγραφή-κατάθεση ψυχής αυτής της συναισθηματικά επώδυνης διεργασίας, ο Χρόνης Μπότσογλου περιγράφει την εσωτερική αναστάτωση που έζησε προσπαθώντας να ολοκληρώσει αυτό το έργο, καθώς σταδιακά ανασύρει από μέσα του την απωθημένη μνήμη ενός προσωπικού αυτοκτονικού ιδεασμού που του συνέβη κατά τα χρόνια της διαμονής του στο Παρίσι (1970-72). Ο ίδιος περιγράφει:

«Τελευταία μέρα του Ιούνη. Σήμερα, επιτέλους, άρχισα το πρώτο, κάτω-αριστερά, κομμάτι από το ανάγλυφο της “Πτώσης”». Να δούμε αν θα τα καταφέρω να το τελειώσω τον Αύγουστο. Θα υποφέρω πολύ […] 

Φαίνεται ότι μπήκα για τα καλά στη δουλειά της “Πτώσης”. Όχι γιατί τελείωσε το ένα από τα 4 κομμάτια που θα αποτελούν το ξαπλωμένο ανάγλυφο, αλλά γιατί συνάντησα ξανά εκείνους τους φόβους που ουρλιάζουν μες στην ψυχή μου. Ο ύπνος μου περιορίστηκε σε ελάχιστες ώρες, και οι παλιές πληγές αιμορραγούν. […] 

Σήμερα ξύπνησα χαράματα, λίγο μετά τις τέσσερις, την ώρα του λύκου. Μόλις άρχισε ν’ αραιώνει η νύχτα. Με βαθύ το αίσθημα ότι όλοι και όλα με προδώσανε, και έντονη την τάση ν’ ανεβώ στην ταράτσα και να κάνω σε πρωϊνό happening την “Πτώση”. Ας ελπίσω ότι θ’ αντέξω μέχρι το τέλος, αφήνοντας κατά μέρος το θέατρο και τις ανοησίες».

Μια ενδοσκόπηση που γίνεται αφορμή να ξαναζήσει ο καλλιτέχνης τα σκοτάδια μιας υποσυνείδητης απώθησης, και που ταυτόχρονα βιώνεται σαν ένα είδος κάθαρσης, καθώς ο παγιδευμένος πόνος συνειδητοποιείται και απελευθερώνεται:

«Ναι. Τώρα ξέρω ποιά πτώση παριστάνω σ’ αυτό το έργο. Είναι μια πτώση που έπρεπε να είχε γίνει το Νοέμβρη του 1971, στη Fondation Hellénique, στη Cité, στο Παρίσι. Από το ανατολικό γωνιακό παράθυρο του 3ου ορόφου. Που την τελευταία στιγμή αναβλήθηκε, γιατί ο επίδοξος δράστης το έβαλε στα πόδια κυνηγημένος. Έτσι εξηγείται γιατί φοβόμουν τόσο πολύ ν’ αρχίσω αυτό το έργο. Έτσι, πέρα από το νόημα, μου ξεκαθαρίζει πλήρως και το γεγονός της αναπαράστασης».

Στο ζωγραφικό μέρος του έργου, η γυμνή, ολόσωμη αυτοπροσωπογραφία του Μπότσογλου αναδύεται μέσα από ένα βαθύ μπλε μεταφυσικό φόντο, διατυπωμένη αφηρημένα στο μεγαλύτερο μέρος της, που μοιάζει να διαλύεται μέσα σε ένα εσωτερικό φως. Ταυτόχρονα, εμφανίζεται ως προβαλλόμενη και στον φυσικό, τρισδιάστατο χώρο, αποτυπωμένη σε μια γύψινη πλάκα πεσμένη κάτω και σπασμένη σε τέσσερα κομμάτια, παραπέμποντας σε ένα απλό κέλυφος. Τα πόδια της ζωγραφικής μορφής διατηρούν ακόμα την υλικότητά τους, υποδηλώνοντας την σύνδεση της πεσμένης μορφής με έναν κόσμο υπερβατικό. Ο εσωτερικός πνευματικός άνθρωπος, απελευθερωμένος, συνεχίζει να ζει. Ακόμα κι αν ο υλικός του φορέας έχει κατακερματιστεί, το εσωτερικό του φως συνεχίζει να καίει.

Στην πλαστική διατύπωση της ζωγραφικής μορφής είναι εμφανής η γνώση που ο Μπότσογλου έχει κατακτήσει από τη μελέτη του Alberto Giacometti, και που αφορά το χτίσιμο μιας εσωτερικής δομής του σώματος: «Έψαχνα τρόπο να διαβάζω τη φόρμα από μέσα, κι όχι από το περίγραμμά της. Δηλαδή αναζήτησα ένα σχέδιο εσωτερικό». Μια ύλη πλαστική όπου, μέσω ενός πυκνού πλέγματος χειρονομιακών διατυπώσεων, ο καλλιτέχνης καταφέρνει να αποδώσει αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «το σπινθήρισμα της ζωής», ή αλλιώς «το σπινθήρισμα που κάνει η σάρκα η ζωντανή». Μια ζωγραφική ανθρωποκεντρική και αυτό-αναφορική, που επικεντρώνεται στην αναζήτηση της βαθύτερης ουσίας, της αλήθειας του εσωτερικού ανθρώπου.


Bio

Η Κατερίνα Ταβαντζή σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Paul Valéry, Montpellier III και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στη Μουσειολογία (École du Louvre, Παρίσι) και την Ιστορία της Τέχνης (Sorbonne IV, Παρίσι). Είναι υποψήφια διδάκτωρ στο Τμήμα Θεωρητικών Σπουδών της ΑΣΚΤ και ο τίτλος της διατριβής της είναι: «Χωρική αντίληψη του έργου τέχνης και εκθεσιακός σχεδιασμός».

Εργάστηκε για μια δεκαετία σε μεγάλα γαλλικά μουσεία: δύο χρόνια στο Μ’Ο – Τμήμα διαχείρισης των Συλλογών και οκτώ χρόνια στο Μουσείο του Λούβρου, Υπηρεσία Μουσειογραφικών έργων, Τμήμα Εκθέσεων, με αντικείμενο τον συντονισμό της σκηνογραφικής διαμόρφωσης των περιοδικών εκθέσεων.

Από το 2010 εργάζεται ως Επιμελήτρια Συλλογών στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου πρόσφατα ανέλαβε ως τομέα ευθύνης την Ελληνική και Ευρωπαϊκή Χαρακτική.

σχετικα podcasts