Ιστορίες Τέχνης Αντώνης Τζαβάρας
0:00
0:00 LIVE
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ  103,7 – 102,9
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 103,7 – 102,9 Mεσογείων 432, Αγία Παρασκευή, TK: 15342, Γραφείο Ρ 221 210 6013168-9 (Studio), 210 6075985 (Γραμματεία – Κοινό) deftero@ert.gr

Νικόλαος Κουνελάκης, Η οικογένεια του καλλιτέχνη – Αλληγορία των Καλών και των Ελευθέρων Τεχνών [1864-1865, λάδι σε μουσαμά, 94 x 73 εκ]  

Κείμενο / Αφήγηση: Μαρίνα Τομαζάνη, επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης. 

Credit Φωτογραφίας: ©Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Φωτογράφιση Θάλεια Κυμπάρη. 

Ο Νικόλαος Κουνελάκης ζωγράφισε το έργο «Η Οικογένεια του Καλλιτέχνη – Αλληγορία των Καλών και των Ελευθέρων Τεχνών» το 1864 – 1865 και του έδωσε δύο τίτλους, γιατί μέσα απ’ αυτό αφηγείται δύο διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες  ενώνονται και δημιουργούν ένα αριστούργημα της ελληνικής προσωπογραφίας. 

Η πρώτη είναι εικονογραφική και ιστορική – αφηγείται μέσα από σύμβολα το «καλλιτεχνικό καθεστώς» μιας εποχής. Η δεύτερη είναι μια καθαρά προσωπική ιστορία. 

Η πρώτη αφήγηση μας μεταφέρει τον απόηχο της συζήτησης για την ισοτιμία των Τεχνών. Από την αρχαιότητα ήδη, οι τέχνες είχαν διαιρεθεί σε «ελευθέριες» (Artes Liberales) και σε «μηχανικές» (Artes Mechanicae). Στις  ελεύθερες τέχνες (7) κατατάσσονταν η Γραμματική, η Ρητορική, η Διαλεκτική, η Μουσική, η Αριθμητική, η Γεωμετρία και η Αστρονομία. Ως μηχανικές Τέχνες εκλαμβάνονταν αυτές που σήμερα αποκαλούμε «Καλές Τέχνες»: η Ζωγραφική, η Γλυπτική η Αρχιτεκτονική. Θεωρούνταν, μάλιστα,  υποδεέστερες, καθώς υπήρχε η πεποίθηση ότι ικανοποιούσαν αποκλειστικά υλικές ανάγκες και υλοποιούνταν με χειρωνακτική εργασία, ενώ -αντίθετα- οι ελεύθερες τέχνες προϋπέθεταν πνευματική διεργασία.

Ο Κουνελάκης μ’ αυτό το έργο παίρνει θέση στη συζήτηση. Μεταχειρίζεται συμβολικά τα πρόσωπα και τα αντικείμενά του για να διακηρύξει την ισότητα μεταξύ των Τεχνών. Ο ζωγράφος που απεικονίζεται εκπροσωπεί την τέχνη της ζωγραφικής. Η ηλικιωμένη κυρία, η οποία κρατά ένα μικρό δερματόδετο βιβλίο, συμβολίζει την ποίηση και η νεαρή, που μελετά ένα τετράδιο με νότες, τη μουσική. Η γλυπτική είναι επίσης παρούσα – δηλώνεται από τη μαρμάρινη προτομή της μούσας που έχει τοποθετηθεί στο πάνω μέρος της σύνθεσης. Η αρχιτεκτονική εντοπίζεται στον τρούλο που σχεδιάζει ο ζωγράφος στο καβαλέτο του. 

Όλες οι Τέχνες, λοιπόν, συνυπάρχουν σ’ αυτό το μικρό σαλόνι και επιδίδονται σε έναν γόνιμο διάλογο που καταλύει την παλιά προκατάληψη περί ανώτερων και κατώτερων τεχνών.

Την ίδια στιγμή, στον πίνακα βλέπουμε τον ίδιο τον ζωγράφο, την πεθερά του και στο επίκεντρο, τη σύζυγό του, Ζωή Καμπάνη. 

Ο Κουνελάκης γεννήθηκε το 1829 στα Χανιά και σε ηλικία 12 ετών κατέφυγε εξόριστος με την οικογένειά του στην Οδησσό της Ρωσίας. Σπούδασε ζωγραφική στην Αγία Πετρούπολη και το 1857, έπειτα από την καθιερωμένη για τους καλλιτέχνες της εποχής περιήγηση στην Ιταλία, εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία. Εκεί μελέτησε τους μεγάλους Δασκάλους της Αναγέννησης και του Μπαρόκ και γνωρίστηκε με τη Ζωή Καμπάνη. Παντρεύτηκαν την επόμενη χρονιά -το 1858- αλλά λίγους μήνες αργότερα, η Καμπάνη πέθανε από φυματίωση. 

Τον συγκεκριμένο πίνακα τον φιλοτέχνησε πέντε χρόνια μετά τον θάνατο της συζύγου του. Σ’ αυτόν, λοιπόν, εκτός από ένα αριστουργηματικά εκτελεσμένο πορτρέτο βλέπουμε και την ανάγκη ενός συζύγου να κρατήσει ζωντανή την μορφή της αγαπημένης του. 

Η Ζωή Καμπάνη είναι ξεκάθαρα το κεντρικό θέμα του έργου: βρίσκεται στην κορυφή της νοητής αντεστραμμένης πυραμίδας που σχηματίζουν οι μορφές της σύνθεσης και το πρόσωπό της φωτίζεται δραματικά. Είναι ένα πρόσωπο που έχει ήδη αλλοιωθεί από τη θανάσιμη ασθένεια. 

Ο πίνακας του Κουνελάκη φιλοξενείται στις μόνιμες συλλογές της ΕΠΜΑΣ, στον πρώτο όροφο. Ακριβώς δίπλα του βρίσκεται τοποθετημένο ένα ακόμα πορτρέτο της Ζωής Καμπάνη. Σ’ αυτό, ο ζωγράφος παρουσιάζει την εκλιπούσα σύζυγό του νεότερη κατά δύο χρόνια και υγιή. Με την πρώτη ματιά, ο επισκέπτης δύσκολα θα αντιληφθεί ότι πρόκειται για την ίδια γυναίκα, ζωγραφισμένη από τον ίδιο καλλιτέχνη. 

Στην «Αλληγορία» του, ο Κουνελάκης έχει τοποθετήσει διάφορα σύμβολα που έχει αντλήσει από τον κώδικα των ουμανιστών της Αναγεννησης. Είναι αντικείμενα που κλείνουν το μάτι στον θεατή και ίσως σχηματίζουν μια τρίτη αφήγηση. Το μαργαριτάρι, για παράδειγμα, που κοσμεί το στήθος της Ζωής Καμπάνη, ήταν το σύμβολο των νεόνυμφων γυναικών αλλά και της αιώνιας ζωής – η πρώτη τέτοια συμβολική χρήση του εντοπίζεται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Το φίδι που βρίσκεται στην καρφίτσα της, πάνω από το μαργαριτάρι, συμβολίζει την αθανασία, ενώ οι καρποί της μυρτιάς που είναι κεντημένοι στον δαντελένιο γιακά του φορέματος της συνδέονται με το αιώνιο και το άχρονο, αλλά και με τη θεά Αφροδίτη, τον ανίκητο και ακατάλυτο έρωτα.

Η τραγική ειρωνεία του δικού τους έρωτα είναι ότι και ο ίδιος ο ζωγράφος πέθανε από φυματίωση. Δέκα χρόνια μετά τη σύζυγό του και τέσσερα χρόνια αφότου φιλοτέχνησε τον πίνακα που αποτύπωσε την αγάπη τους στην αιωνιότητα.


Bio

Η Μαρίνα Τομαζάνη σπούδασε στο τμήμα θεωρίας και Ιστορίας της Ανώτατης σχολής καλών Τεχνών. Συνέχισε με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση, στο πανεπιστήμιο του Birmingham στην Αγγλία, από όπου και απέσπασε το μεταπτυχιακό της Master in Arts και έκανε την πρακτική της. 

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εργάστηκε στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και εθελοντικά στον Οργανισμό Πολιτισμού ΝΕΟΝ. 

Τα τελευταία τρία χρόνια εργάζεται στην Εθνική Πινακοθήκη ώς επιμελήτρια της Συλλογής του Ιδρύματος Ευριπίδη Κουτλίδη.

σχετικα podcasts