Ιστορίες Τέχνης Αντώνης Τζαβάρας
0:00
0:00 LIVE
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ  103,7 – 102,9
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 103,7 – 102,9 Mεσογείων 432, Αγία Παρασκευή, TK: 15342, Γραφείο Ρ 221 210 6013168-9 (Studio), 210 6075985 (Γραμματεία – Κοινό) deftero@ert.gr

Νικόλαος Γύζης, Εαρινή Συμφωνία [1886, λάδι σε μουσαμά, 102 x 139 εκ]

Κείμενο / Αφήγηση: Μαρία Κατσανάκη, επιμελήτρια της συλλογής Νεοελληνικής Ζωγραφικής του 19ου αιώνα της Εθνικής Πινακοθήκης. 

Credits φωτογραφίας: ©Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Φωτογράφιση Σταύρος Ψηρούκης. 

Ένα από τα αγαπημένα μου έργα που ανήκει στη συλλογή της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα της Εθνικής Πινακοθήκης, που επιμελούμαι επιστημονικά, συνδέεται άρρηκτα με το θέμα της μουσικής. Είναι η Εαρινή συμφωνία του Νικόλαου Γύζη. Τον πίνακα αυτόν μπορεί κανείς να τον δει, μαζί με άλλες ιδεαλιστικές συνθέσεις του Γύζη, στη μόνιμη έκθεση, στην ενότητα που έχουμε ονομάσει «Γύρω στο 1900. Συμβολισμός και αλληγορία». 

Ο Νικόλαος Γύζης είναι ένας κορυφαίος δημιουργός, στον οποίο, εκτός από τα δεξιοτεχνικά πορτρέτα και τις νεκρές φύσεις του, οφείλουμε πολύ γνωστές και δημοφιλείς ηθογραφικές σκηνές, όπως λ.χ. «Τα αρραβωνιάσματα των παιδιών» (1877), «Το κού-κου» (1882) ή η «Χαρτορίχτρα» (1885), για να περιοριστούμε αποκλειστικά σε έργα των συλλογών της Εθνικής Πινακοθήκης, τα οποία επίσης είναι εκτεθειμένα στο κεντρικό μας κτίριο στην Αθήνα. 

Ο Γύζης όμως είναι βεβαίως και ο ζωγράφος μεγαλόπνοων συνθέσεων με ιδεαλιστικό περιεχόμενο. Προσωπικά, τον αποκαλώ «ζωγράφο των ιδεών». Ο ιδεαλισμός αποτέλεσε μία σταθερά από την αρχή της σταδιοδρομίας του και ο καλλιτέχνης μάς έχει δώσει πολλά σημαντικά έργα σε αυτή την κατεύθυνση. Η Εαρινή συμφωνία σηματοδοτεί την οριστική πλέον στροφή του προς αυτές τις αναζητήσεις. 

Τη ζωγραφίζει το 1886 στο Μόναχο. Ο ίδιος είναι τότε 44 ετών και διδάσκει από χρόνια στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της βαυαρικής πρωτεύουσας, όπου ζει από το 1865. Ας θυμηθούμε ότι ο Γύζης είχε γεννηθεί στην Τήνο το 1842 και ότι αφού αποφοίτησε από το Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας, συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο και εντέλει εγκαταστάθηκε εκεί μόνιμα. 

Το έργο μας μεταφέρει σε ένα ονειρικό τοπίο που μοιάζει να το έχει τυλίξει η αχνάδα του πρωινού. Μία χορεία ερωτιδέων κατέρχεται από τα ουράνια. Ορισμένοι ακροπατούν ήδη στο έδαφος. Κάποιοι τοξεύουν, έτοιμοι να ρίξουν τα βέλη τους. Αιθέριες πτερωτές μορφές με μακριά ενδύματα που ανεμίζουν, μεμονωμένες ή σε συντάγματα, παίζουν, σε γη και σε ουρανό, τα μουσικά όργανα που κρατούν: άρπα, λύρα, βιολί. Έχει κανείς την αίσθηση ότι οι ήχοι της μουσικής ξεπηδούν από τον πίνακα. Η εικαστική παράσταση γεννά ταυτόχρονα την εντύπωση της μουσικής, διεγείρει δηλαδή όχι μόνο την όραση αλλά και την ακοή: είναι αυτό που περιγράφεται ως συναισθησία. Οι ανάλαφρες χορευτικές κινήσεις των αέρινων αγγελικών μορφών μοιάζουν να συντονίζονται με τους αρμονικούς ήχους. Τα όρια μεταξύ ουρανού και γης είναι δυσδιάκριτα. Η γη έχει αρχίσει να λουλουδίζει, ενώ έχουν φτάσει και τα πρώτα χελιδόνια. Τη λυρική, ποιητική ατμόσφαιρα υπηρετούν χρώματα σχεδόν διάφανα, που ιριδίζουν. Οι επιλεγμένοι τόνοι είναι αυτοί που θα ταίριαζαν στην Ηώ, στην προσωποποίηση της Αυγής. Τη γενική ασημίζουσα λευκή εντύπωση την ποικίλουν οι ροδαλοί τόνοι που χρωματίζουν κατά τόπους τα αραιά νέφη του ουρανού αλλά και τη γη, που βλασταίνει και ανθίζει. Στα σημεία αυτά ο ζωγράφος χρησιμοποιεί και ένα χλοερό χρώμα. Στις αβαθείς λιμνούλες, που σχηματίζονται στο νοτισμένο χώμα, αντικατοπτρίζονται στοιχεία αυτής της ονειρικής οπτασίας.

Τα πάντα εξυμνούν την άνοιξη, την αναγεννημένη φύση και τις ζωογόνες δυνάμεις της. Το σύνολο μετατρέπεται σε μία δοξαστική ωδή. Μέσα σε αυτή την πνευματική και ψυχική ανάταση, όλα ελαφραίνουν, το βάρος εκμηδενίζεται, η υλικότητα χάνεται. Ταυτόχρονα, η ψυχή αγαλλιάζει και μαζί οι καρδιές ανυψώνονται σε ανώτερες πνευματικές σφαίρες, εκεί όπου ενοικεί και η μουσική. Η σύνθεση υποβάλλει ως σύνολο μία ζείδωρη ατμόσφαιρα που ευφραίνει, που προσφέρει ευφορία και ανάταση.

Ο πίνακας μάς μεταδίδει, λοιπόν, το μουσικό αίσθημα. Αυτό ασφαλώς δεν συμβαίνει απλώς επειδή οι μορφές που απεικονίζονται κρατούν μουσικά όργανα. Επιτυγχάνεται πρωτίστως χάρη στον ρυθμό, που διακρίνει το έργο του Γύζη. Μάλιστα, η ευρυθμία και η χάρις είναι οι ιδιότητες για τις οποίες τον εκθείαζαν οι σύγχρονοί του κριτικοί. Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κατορθώνει στην ουσία ο καλλιτέχνης εδώ; Την ταύτιση μορφής και περιεχομένου σε βαθμό που να επιτυγχάνεται η μέθεξη. Ο θεατής δηλαδή να καθίσταται κοινωνός –συναισθηματικά, πνευματικά, ψυχικά– με το περιεχόμενο της εικαστικής παράστασης, με την ποίηση και τη μουσικότητά της. Αυτός, άλλωστε, ήταν ο στόχος του Συμβολισμού που από τα τέλη του 19ου αιώνα διαδίδεται πανευρωπαϊκά. Το ποιητικό, το ονειρικό, το φανταστικό, το ιδεατό είναι στοιχεία του Συμβολισμού και όλα αυτά ενυπάρχουν στο ιδεαλιστικό έργο του Γύζη και, βεβαίως, τα συναντάμε και στη συγκεκριμένη σύνθεση. 

Η λατρεία του Γύζη για τη μουσική είναι γνωστή. Παρακολουθούσε όπερα, θαύμαζε τον Μπετόβεν, τον οποίο θεωρούσε κορυφαίο δημιουργό, ενώ τον ενθουσίαζε επίσης ο Βάγκνερ. Ακόμη, ο Γύζης ομολογούσε πως αν ξαναγεννιόταν, θα ήθελε να γίνει ποιητής ή μουσικός. Είχε αφιερώσει και άλλες συνθέσεις του στη μουσική Αρμονία. Αλλά και όσες φορές απεικόνισε την Καλλιτεχνία στις αλληγορίες του πάντοτε της έδινε να κρατά κάποιο μουσικό όργανο. Συχνά εμπνεόταν για τη ζωγραφική του υπό τους ήχους του πιάνου που έπαιζαν οι κόρες του. Μάλιστα, σε μία επιστολή που απευθύνει το 1897 στη μαθήτριά του, την καλλιτέχνιδα Anna May, ο Γύζης της αναφέρει ότι ανάρτησε την Εαρινή συμφωνία δίπλα στο πιάνο που του είχε χαρίσει εκείνη. Διαθέτουμε δηλαδή τη δική του προσωπική γραπτή μαρτυρία για το πόσο συνδεδεμένη με τη μουσική θεωρούσε ο ίδιος τη συγκεκριμένη δημιουργία του. Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι τότε, στα τέλη δηλαδή του αιώνα, ο ζωγράφος είχε ακόμη στην κατοχή του το έργο. 

Νωρίτερα, το 1888, είχε παρουσιαστεί στη Διεθνή Έκθεση του Μονάχου, ενώ δέκα χρόνια αργότερα εκτέθηκε και πάλι στο Μόναχο, στο πλαίσιο μιας ατομικής παρουσίασης έργων του Γύζη στην ετήσια έκθεση της βαυαρικής πρωτεύουσας. Το 1900 πήρε μέρος στην Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι με την εθνική συμμετοχή της Γερμανίας. Το 1901 περιελήφθη στη μεταθανάτιο έκθεση που οργανώθηκε προς τιμήν του Γύζη και δύο ακόμη επίσης πρόσφατα τότε εκλιπόντων καλλιτεχνών (του Wilhelm Leibl και του Arnold Böcklin) στο Glaspalast του Μονάχου. 

Η Εθνική Πινακοθήκη απέκτησε την Εαρινή Συμφωνία χάρη στη δωρεά του Αντώνη Μπενάκη (1928), ο οποίος είχε αγοράσει τον πίνακα το 1922. Το 1928 το έργο, που ανήκε πλέον στην Εθνική Πινακοθήκη, παρουσιάστηκε πρώτη φορά στην Ελλάδα στην ιστορική έκθεση έργων του Νικόλαου Γύζη, που οργάνωσε η Εταιρεία Φιλοτέχνων στο Ιλίου Μέλαθρον και ήταν η πρώτη μεγάλη αναδρομική παρουσίαση του έργου του ζωγράφου στην Αθήνα, 27 χρόνια μετά τον θάνατό του στο Μόναχο. 


Bio

Δρ Μαρία Κατσανάκη, επιμελήτρια στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, υπεύθυνη της Συλλογής Ελληνικής Ζωγραφικής του 19ου αιώνα. 

Αποφοίτησε με Άριστα από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές της (D.E.A.) στην Ιστορία της Νεότερης Τέχνης και έλαβε το διδακτορικό της στην Ιστορία της Τέχνης στο Université Paris 1 – Panthéon-Sorbonne με την ανώτατη διάκριση.

Διετέλεσε μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία και ειδική επιστημονική σύμβουλος στο Υπουργείο Πολιτισμού. 

Έχει αναλάβει την επιμέλεια εκθέσεων και εκδόσεων. Έχει δημοσιεύσει άρθρα, έχει λάβει μέρος σε επιστημονικά συνέδρια και έχει πραγματοποιήσει διαλέξεις. Είναι η συγγραφέας δύο βιβλίων: Θεόδωρος Ράλλης (εκδ. Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, 2018) και «Η Δόξα» του Νικόλαου Γύζη. Ο ζωγράφος των ιδεών και η αισθητοποίηση του εθνικού του οράματος (εκδ. Μουσείο Μπενάκη, 2021).

σχετικα podcasts