Ιστορίες Τέχνης Αντώνης Τζαβάρας
0:00
0:00 LIVE
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ  103,7 – 102,9
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 103,7 – 102,9 Mεσογείων 432, Αγία Παρασκευή, TK: 15342, Γραφείο Ρ 221 210 6013168-9 (Studio), 210 6075985 (Γραμματεία – Κοινό) deftero@ert.gr

Αλέκος Φασιανός, Αθηναϊκό Πανόραμα [1989, λάδι σε μουσαμά, 200 x 655 εκ]

Κείμενο / αφήγηση: Έφη Αγαθονίκου, διευθύντρια Συλλογών, Μουσειολογικού και Καλλιτεχνικού Προγραμματισμού της Εθνικής Πινακοθήκης και επιμελήτρια της συλλογής Δυτικοευρωπαϊκής Ζωγραφικής.

Credit Φωτογραφίας: ©Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, Φωτογράφιση Σταύρος Ψηρούκης. 

Φθάνοντας από τις εσωτερικές σκάλες της Εθνικής Πινακοθήκης στον τρίτο όροφο, ο οποίος είναι αφιερωμένος στην σύγχρονη ελληνική τέχνη, μας υποδέχεται το «Αθηναϊκό πανόραμα» του Αλέκου Φασιανού.  

Με ύψος 2μ και πλάτος 6,55 μέτρα, ο πίνακας είναι ένας από τους μεγαλύτερους του μουσείου. Φιλοτεχνήθηκε το 1989 κι έναν χρόνο αργότερα, το 1990, ο καλλιτέχνης τον δώρισε στην Εθνική Πινακοθήκη.  

Στο «Αθηναϊκό πανόραμα» απεικονίζεται μια αθηναϊκή γειτονία α-χρονική. Το σήμερα με το χθες συνυπάρχουν και συμβολίζονται με το ντυμένο ζευγάρι που συνομιλεί, στα αριστερά, και το γυμνό που κάθεται στο τοιχάκι, στα δεξιά.  

Ας παρατηρήσουμε, όμως, τη σύνθεση από κοντά. Κάτω από έναν μπλε ουρανό, έχοντας ως φόντο μια σκονισμένη ώχρινη πόλη, ένας ποδηλάτης σταματάει να ρωτήσει κάτι σε μια γυναίκα που εκείνη τη στιγμή βγήκε να τινάξει μια κουβέρτα, θα μπορούσε να ήταν ένα σεντόνι ή ένα τραπεζομάντηλο, σκηνή του σήμερα, συνηθισμένη στην μεταπολεμική γειτονιά. Δίπλα τους, σε ένα τοιχάκι από τσιμεντόλιθους, κάθεται αμέριμνο ένα γυμνό ζευγάρι, αναφορά στην αρχαιότητα, ανάμεσα σε μια νεκρή φύση που βρίσκεται πάνω στο τοιχάκι και δύο γλάστρες με φυτά, στο κάτω μέρος όπως συναντάμε στις αυλές και τα μπαλκόνια των σπιτιών μας. 

Στα δεξιά του πίνακα, ένας αγωγιάτης ετοιμάζει το άλογό του για να ξεκινήσουν το ταξίδι τους. Ο αγωγιάτης, ένα επάγγελμα που υπήρχε από την αρχαιότητα και συνεχίζει έως τη μεταπολεμική εποχή, ακόμα και έως τις μέρες μας, ίσως όχι με άλογο αλλά με φορτηγάκι. 

Σε δεύτερο πλάνο, ένα μικρό λαϊκό σπιτάκι με τις «αναμονές» στην ταράτσα που περιμένουν, αν κάποτε βρεθούν τα χρήματα, αν κάποιο παιδί κάνει οικογένεια, να πέσει ο επάνω όροφος. Πίσω από τον φράκτη του κήπου του ξεπροβάλλει το κεφάλι ενός άντρα και πιο πίσω μια ξύλινη κολώνα της ΔΕΗ με πουλιά καθισμένα στα καλώδιά της. Η ανοιχτή πόρτα του σπιτιού μας προσκαλεί να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στο μυστήριο του ιδιωτικού χώρου. Πώς είναι εκεί μέσα; Ποιες ιστορίες κρύβει; Ποιος το κατοικεί; Είναι ο άντρας που βρίσκεται πίσω από τον φράκτη ο ένοικος ή κάποιος περίεργος που προσπαθεί να δει τί γίνεται μέσα στο δωμάτιο;  

Μπροστά από το σπιτάκι υπάρχει ένα σταθμευμένο μηχανάκι. Είναι δικό του ή κάποιου επισκέπτη ή μήπως είναι παρατημένο; Και η γυναίκα που τινάζει, πού μένει; Είναι η νοικοκυρά του σπιτιού που βλέπουμε ή ενός απέναντι από αυτό, που ταυτίζεται με τη θέση του θεατή; Μήπως το τοιχάκι που κάθεται το γυμνό ζευγάρι είναι ο περίγυρος της αυλής της και ενώνει και με αυτόν τον τρόπο την αρχαιότητα με το σήμερα; 

Η σύνθεση κλείνει δεξιά, με μια ελιά, το διαχρονικό σύμβολο της Αθήνας 

Ο Αλέκος Φασιανός γεννήθηκε το 1935 στην Αθήνα. Όπως ανέφερε συχνά, το σπίτι του ήταν κάτω από την Ακρόπολη, δίπλα στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, όπου λειτουργούσε ο παππούς του, που ήταν παππάς. Τριγυρνώντας με τον παππού του στις σκοτεινές μεταβυζαντινές εκκλησίες, γνώρισε με τον δικό τρόπο τον βυζαντινό κόσμο. Την ίδια στιγμή, μεγαλώνοντας ανάμεσα στις αρχαιότητες, είχε εξοικειωθεί μαζί τους. Όταν αργότερα επισκεπτόταν – συνειδητά – αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, παρατηρούσε, μελετούσε και θαύμαζε πράγματα που γι’ αυτόν δεν ήταν μακρινά μέσα στο χρόνο αλλά πολύ κοντινά του. Ήταν από τη γειτονιά των παιδικών του χρόνων.  

Τα αρχαία βάζα, οι λευκές λήκυθοι, τα κυκλαδικά ειδώλια, τα χρώματα των εικόνων, τα τάματα των πιστών στις εκκλησίες όλα αυτά υπήρξαν η εικαστική του παρακαταθήκη με την οποία έπλασε τον χαρακτηριστικό κόσμο του. Είναι ένας κόσμος που εκφράζεται με στοιχεία της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Οι εικόνες της Κατοχής που έζησε ο ίδιος ως παιδί, τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησαν, ο φόβος και οι στερήσεις τον σημάδεψαν, όπως όλη τη γενιά του.  

Σε μια περίοδο που η επιβίωση είχε γίνει αυτοσκοπός η «καθημερινότητα» είχε αναχθεί σε πρωταρχική αξία. Οι άνθρωποι είχαν εκτιμήσει τις απλές στιγμές που ζούσαν στο μικρόκοσμο της γειτονιάς τους. Ζούσαν σε απλά σπιτάκια χωρίς περιττή διακόσμηση, φορούσαν τα παλιομοδίτικα ρούχα της βοήθειας του σχεδίου Μάρσαλ, έπιαναν την κουβέντα στις αυλές ή στην εξώπορτα, μετακινούνταν με ποδήλατα ή μηχανάκια. 

Ο ποδηλάτης, όμως, για τον Φασιανό «είναι ένας σύγχρονος αρχαίος Έλληνας ή μπορεί να προέρχεται από το Βυζάντιο. Οι άνθρωποι παραμένουν ίδιοι. Οι ενδυμασίες και κάποιες συνήθειες αλλάζουν».  

«Εκφράζω τον άνθρωπο του σήμερα», γράφει χαρακτηριστικά, «ο οποίος φέρει τη μνήμη όλων όσων προηγήθηκαν. Έχει μεγαλώσει στον ίδιο τόπο με τα ήπια βουναλάκια και το γαλάζιο της θάλασσας, αλλά αντί για χιτώνα και χλαμύδα φορά γραβάτα και φαρδιά παντελόνια και τρέχει ελεύθερος όχι με το άλογό του αλλά με το ποδήλατο ή τη μηχανή του».  

Το έργο του Φασιανού χαρακτηρίζεται κυρίως από επίπεδα σχήματα και χρώματα. Στα μέσα, όμως, της δεκαετίας του ’80 αρχίζει να πειραματίζεται και με τις φωτοσκιάσεις. Το φως που πέφτει μπροστά από τα αντικείμενα τα «χαϊδεύει» και δημιουργεί παιχνιδίσματα με τη σκιά ενώ τα σώματα αποκτούν στιβαρό όγκο, όπως στο έργο μας. Όμως εξακολουθεί να μην υπακούει στους κανόνες της προοπτικής, πράγμα που γίνεται φανερό στην απόδοση της πόλης στο βάθος, η οποία θυμίζει τις λιτές, συμβολικές αποδόσεις στα αγιογραφικά σύνολα των ορθόδοξων  εκκλησιών ή την απλότητα της λαϊκής ζωγραφικής. 

Ο ίδιος περιγράφοντας τον πίνακά του τελειώνει: «Το έργο αυτό είναι πολύ κοπιαστικό να γίνει. Και δεν θα μιλήσω για την τεχνική που χρησιμοποίησα. Θεωρώ ότι στην τέχνη γενικά, ο θεατής δεν πρέπει να αισθάνεται την ύλη. Δεν πρέπει να φαίνεται η τεχνική, αλλά να μετουσιώνονται όλα σε οπτική έννοια Θείας Ευχαριστίας».   


Bio

Η Έφη Αγαθονίκου είναι ιστορικός Τέχνης, προϊσταμένη Διεύθυνσης Συλλογών, Μουσειολογικού και Καλλιτεχνικού Προγραμματισμού της Εθνικής Πινακοθήκης- Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου και επιμελήτρια της Συλλογής Ξένων έργων Ζωγραφικής.

Σπούδασε ιστορία της τέχνης και αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο Paris I – Panthéon Sorbonne και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές (D.E.A.) στην Ιστορία της Τέχνης στο πανεπιστήμιο Paris-Nanterre και στο Institut Néohellénique de la Sorbonne (Paris VI)

Είναι επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης από το 1987.

Έχει επιμεληθεί και έχει υλοποιήσει ψηφιακές παρουσιάσεις στον ιστότοπο της Εθνικής Πινακοθήκης για την Ιστορία της συλλογής Νεοελληνικής Γλυπτικής του μουσείου και για τους γλύπτες Φρόσω Ευθυμιάδη-Μενεγάκη, Δημήτριο Φιλιππότη και Γιαννούλη Χαλεπά.

σχετικα podcasts