Ακούγονται Improptus από δύο έργα του Franz Schubert:
- Τέσσερις Impromptus, D. 899:
Aρ. 1, σε Ντο Ελάσσονα.
Αρ. 2, σε Μι Ύφεση Μείζονα.
Αρ. 3, σε Σολ Ύφεση Μείζονα.
Αρ. 4, σε Λα Ύφεση Μείζονα. - Τρεις από τις τέσσερις Impromptus, D. 935:
Αρ. 1, σε Φα Ελάσσονα.
Αρ. 2, σε Λα Ύφεση Μείζονα.
Αρ. 4, σε Φα Ελάσσονα.
Παίζει ο Walter Gieseking, από δισκογραφική εργασία στο Λονδίνο, το 1955.
Oι συνθέσεις αυτές γράφτηκαν πιθανότατα το 1827, μερικούς μήνες πριν το τέλος της ζωής του Schubert, τον Νοέμβριο του επόμενου έτους, σε ηλικία 31 ετών. O Schubert επηρεάστηκε από τα έξι ομότιτλα κομμάτια, έργο 7, του Βοημού συνθέτη, πιανίστα και οργανίστα, Jan Václav Voříšek, που είχαν τυπωθεί στη Βιέννη λίγα έτη πρωτύτερα, καθώς και από τη μουσική του δασκάλου του Voříšek, Václav Τomášek (Tomaschek). Το 1813, σε ηλικία 22 ετών, ο Voříšek εγκαταστάθηκε στη Βιέννη. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον Schubert και γνώρισε προσωπικά τον Beethoven, καθώς και άλλους επιφανείς συνθέτες της εποχής.
O όρος impromptu αναφέρεται γενικά σε σύντομο είδος οργανικής σύνθεσης, συνήθως για πιάνο, με ελεύθερη φόρμα και αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα. Μνημονεύεται για πρώτη φορά το 1815, στο Allgemeine musikalische Zeitung. Σύμφωνα με αυτό το μουσικό περιοδικό, ο γερμανικής καταγωγής Άγγλος πιανίστας, συνθέτης και μουσικός εκδότης, Johann Baptist Cramer, ξεκίνησε να δημοσιεύει κομμάτια για πιάνο, με τον υπότιτλο impromptus. Μεταξύ των συνθετών που έγραψαν impromptus τον 19ο και τον 20ό αιώνα, ο Frédéric Chopin, o Charles Valentin-Alkan, o Franz Liszt, o Gabriel Fauré, ο Alexander Scriabin και o Jean Sibelius.
Παραγωγή-Παρουσίαση: Θεόδωρος Λούστας