Εβδομάδα αφιερωμένη στον Charles-Marie Widor (1844 – 1937)
Ο Charles-Marie-Jean-Albert Widor, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στη Λυών στις 21 Φεβρουαρίου του 1844. Ο πατέρας του – ουγγρικής καταγωγής – François-Charles Widor, καταγόμενος από οικογένεια οργανοποιών, ήταν ο πρώτος δάσκαλός του. Έκανε σπουδές στο Εκκλησιαστικό όργανο στις Βρυξέλλες το 1863, με τον σημαντικό τότε οργανίστα
Jacques-Nicolas Lemmens, και σύνθεση με τον μουσικολόγο και συνθέτη της εποχής, διευθυντή του Ωδείου των Βρυξελλών François-Joseph Fétis.
Στα 24 του διορίστηκε βοηθός του Camille Saint-Saëns στην L’église Sainte-Marie-Madeleine του Παρισιού, ενώ τον Ιανουάριο του 1870 με την υποστήριξη του περίφημου κατασκευαστή εκκλησιαστικών οργάνων Aristide Cavaillé-Coll, του Saint-Saëns και του Charles Gounod, διορίστηκε ως προσωρινός οργανίστας του Saint-Sulpice επίσης στο Παρίσι.
Παρά τον προσωρινό χαρακτήρα που είχε αυτός ο διορισμός, ο Widor παρέμεινε οργανίστας εκεί για σχεδόν 64 χρόνια μέχρι τα τέλη του 1933. Στην συνθετική του καριέρα συνέθεσε μουσική δωματίου, έργα για πιάνο, φωνητική μουσική, κοντσέρτα και συμφωνικά έργα, καθώς και 10 συμφωνίες για εκκλησιαστικό όργανο οι οποίες είναι και τα πλέον δημοφιλή του έργα.
Δίδαξε εκκλησιαστικό όργανο και σύνθεση στο Ωδείο του Παρισιού, με κάποια σχετική αντιπαλότητα με τον Gabriel Fauré. Δυο από τους πλέον εξέχοντες μαθητές του ήταν ο Darius Milhaud κι ο Edgard Varèse. Το 1921 ίδρυσε το Αμερικάνικο Ωδείο στο Fontainebleau μαζί με τον Γάλλο μαέστρο και σύνθετη Francis-Louis Casadesus. Παρέμεινε διευθυντής μέχρι το 1934 όταν τον διαδέχθηκε ο Maurice Ravel.
Μέσα από το πενθήμερο αφιέρωμα του Τρίτου, θα έρθουμε σε επαφή με μερικά από τα πιο σημαντικά έργα του ρομαντικού αυτού συνθέτη, που ίσως άδικα τείνει να λησμονηθεί.
Καλή σας ακρόαση!
Παραγωγή-Παρουσίαση: Σταμάτης Αθανάσουλας