[ Ήταν άραγε αυτός ο λόγος που η γυναίκα μου λάτρευε τις πεταλούδες; Τη μάγεψε άραγε από μικρή αυτό το μέγιστο ταχυδακτυλουργικό της φύσης, καθώς το αποκρουστικό σκουλήκι σαβανώνει τον εαυτό του με το κουκούλι του, απ’ όπου αναδύεται τέλος μια πεταλούδα; Η Βέρα όταν τη γνώρισα ήταν ένα πλάσμα μυστηριώδες και εύθραυστο, σαν την πεταλούδα που ξεπροβάλλει από το μεταξωτό της πάπλωμα, κι αυτή την εικόνα διατηρώ από τη συζυγική μας ζωή: τη Βέρα να κοιμάται κουκουλωμένη, έτσι που να μη φαίνονται παρά μονάχα τα φιδίσια της μαλλιά στο μαξιλάρι – μια μικρή κοιμισμένη μούμια στο πλάι μου-
~
Έτσι η Λουτσία ανέλαβε υπό την προστασία της την πλέον αδύναμη, ένα κορίτσι από το διπλανό χωριό που είχε χάσει τη μάνα της. Το κορίτσι είχε εκ γενετής σχιστοστομία … όταν η Σιμόνα έβλεπε τον εαυτό της στον καθρέφτη αντίκριζε ένα σημαδεμένο ζώο, πληγωμένο από το μαχαίρι του κυνηγού και την ίδια εικόνα έβλεπε να καθρεφτίζεται και στα μάτια των άλλων κοριτσιών που βιάζονταν να τα στρέψουν αλλού. Μόνο στον καθρέφτη των ματιών της Λουτσίας δεν έβλεπε τον εαυτό της σαν τραυματισμένο ζώο. Καθώς εκείνη δεν μιλούσε άφησε χώρο ανοιχτό για όλες τις λέξεις της Σιμόνας που ξεχύνονταν κάθε βράδυ από το παραμορφωμένο στόμα της και τρύπωναν στην τραχιά μα ζεστή κουβέρτα της σιωπηλής Λουτσίας σαν μικροσκοπικά πουλιά, σαν ορτύκια. … Κάθε μέρα έβρισκαν στην αυλή του μοναστηριού και κάποιο πληγωμένο, είτε από τις γάτες είτε από τα αγόρια που περνώντας έξω από τον περίβολο τα σημάδευαν με τις σφεντόνες τους. Η Λουτσία έμαθε στο κορίτσι να περιποιείται τα χτυπημένα φτερά, να δένει τα τσακισμένα ποδαράκια, να ξαναδίνει δύναμη, κι από τη νέα θέση του θεραπευτή δυνάμωνε και θεραπευόταν κι η ίδια η Σιμόνα. ]
Ακούμε:
Αφήγηση, Επιμέλεια μουσικής: Αφροδίτη Κοσμά
Ηχητική επεξεργασία: Νίκος Σαβοργινάκης
*Το σήμα της εκπομπής είναι μουσική του Μάριου Στρόφαλη
Έλενα Μαρούτσου: «Θηριόμορφοι»
Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2020