Πρέπει να Ξέρεις Μηχανή να Κόψεις Μαύρα Μάτια Γιώργος Τσάμπρας
0:00
0:00 LIVE
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ  103,7 – 102,9
ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 103,7 – 102,9 Mεσογείων 432, Αγία Παρασκευή, TK: 15342, Γραφείο Ρ 221 210 6013168-9 (Studio), 210 6075985 (Γραμματεία – Κοινό) deftero@ert.gr

«Ζεστά ποτά» – Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας | 24.02.2025

Ένας δίσκος, μια εποχή, μια ιστορία
Κυκλοφορία: Απρίλιος 1985.

Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου, 9 με 10 το βράδυ, στην εκπομπή του Γιώργου Τσάμπρα και στο Δεύτερο Πρόγραμμα 103.7.

Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορεί κάποιος να μιλήσει για μνήμες που έχει από μια άλλη εποχή, από μια άλλη ηλικία – χωρίς να επηρεαστεί από όσα έχουν μεσολαβήσει. Σήμερα, τα «Ζεστά ποτά» είναι κορυφαίος δίσκος μιας εποχής και εκπροσωπούν ένα σχήμα με μεγάλη ιστορία. Τον Απρίλιο του 1985 όμως, ήταν ο πρώτος «μεγάλος δίσκος» δίσκος δύο αδελφών που ελάχιστα τούς είχαμε ακούσει. Θα προσπαθήσω να περιγράψω την προσωπική μου εμπειρία, χωρίς το βάρος των εξελίξεων.

Έχει μείνει στη μνήμη μου η στιγμή και η αίσθηση του χώρου όπου ο Μάνος Ξυδούς μού δίνει το δίσκο βινυλίου με τα «Ζεστά ποτά». Ήταν ένα γραφείο στην παλιά «Κολούμπια» στον Περισσό. Ήμουν 21 χρονών, έγραφα ήδη 3-4 χρόνια σε μουσικά – και άλλα – περιοδικά της εποχής και μόλις είχα ξεκινήσει εκπομπή με «Τελευταίες ελληνικές ηχογραφήσεις» στο Δεύτερο Πρόγραμμα. Με δημοτικά και λαϊκά ακούσματα από τα παιδικά μου χρόνια, με γνώση των συνθετών και των τραγουδιστών της δεκαετίας του ’70 και  με διάθεση αναζήτησης σε όσο γίνεται περισσότερα άλλα, είχα χαρεί πολύ με την «Εκδίκηση της γυφτιάς» των Ξυδάκη – Ρασούλη, με τη φωνή του Νίκου Παπάζογλου και το «μεικτό και νόμιμο είδος» που επιχειρούσε στο «Χαράτσι», με «Τα τραγούδια της Χαρούλας» των Λοίζου – Ρασούλη – Πυθαγόρα, αλλά και με τις αναζητήσεις στα παλιά ρεμπέτικα και σμυρνέικα άκούσματα, είτε από νεότερους, είτε από παλιούς τραγουδιστές. Δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις με την ποπ αλλά και με τον ηλεκτρισμό στο τραγούδι γενικά. Αλλά, είχα προσέξει το “Maountains” και ξεχώριζα τον Γιάννη Σπάθα. Ο Ξυδούς, μού είπε τα καλλίτερα για τα παιδιά – αργότερα, έμαθα ότι ήταν ενθουσιασμένος μαζί τους από πολύ νωρίτερα, όταν κανείς άλλος δεν τούς έδινε σημασία. Αλλά εκείνη τη στιγμή, μπορεί να το θεώρησα και λίγο «επαγγελματική υποχρέωσή» του – δούλευε στην «Κολούμπια». Νομίζω ότι τ0 πιο ισχυρό έναυσμα για να ακούσω αμέσως και με προσοχή το δίσκο, ήταν το όνομα του Μανώλη Ρασούλη σε ρόλο «παραγωγού». Εκείνη η φράση ότι «τα τραγούδια τους κινούνται ολοταχώς προς τη χρυσή τομή του νεοελληνικού τραγουδιού»  στο σημείωμά του, ήταν μια άξια συνέχεια στο «μεικτό και νόμιμο είδος» που επιχειρούσε το «Χαράτσι» την προηγούμενη χρονιά. Ήταν  όμως και  η συμμετοχή του Γιάννη Σπάθα – μ’ ενδιέφερε το πως θα διαχειριζόταν ένα υλικό ελληνόφωνο και με αρκετές ανάλογες μουσικές αναφορές – φαινόταν αυτό, από τα πρώτα και τυχαία ακούσματα. 

Η έναρξη με το «Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα»  και τις «Προσωπικές οπτασίες» ήταν εξαιρετικά φορτισμένη και τα «Κορίτσια της συγγνώμης» που ακολουθούσαν στην πρώτη έκδοση του δίσκου βινυλίου, ήταν ένα σοκ για τη θεματολογία των τραγουδιών της εποχής. Το «Μια βραδιά στο λούκι» του ήξερα από τους Αγώνες της Κέρκυρας, και μάλλον μού άρεσε περισσότερο εκείνη η απόδοσή του. Ο «Φάνης», ενίσχυε πολύ την εντύπωση ότι είχαμε να κάνουμε με μια άλλη αντίληψη γραφής για τα τραγούδια. Ύστερα, άλλαζες πλευρά στον παλιό δίσκο βινυλίου, και άκουγες το … «Ρίτα, Ριτάκι». Νομίζω, δεν το είχα προσέξει τόσο όσο τα άλλα σε εκείνη την πρώτη ακρόαση!  Πολύ περισσότερο που μετά, ερχόταν το «Για ένα κομμάτι ψωμί», το «Υπόγειο» της Ρίτας Μπούμη – Παππά ( μάλλον δεν ήξερα τότε τίποτα άλλο γι’ αυτήν)  το «Τις Κυριακές από παιδί τις σιχαινόμουνα»  και το «Γέλα πουλί μου» :  «Τίποτα δεν έχει αλλάξει και τίποτα δεν είναι όπως παλιά / μένει όμως ακόμα ένα πείσμα, πού δεν είναι συνήθεια μοναχά./ Γέλα πουλί μου, γέλα / είν’ η ζωή μια τρέλα».  Δε θυμάμαι με ποια σειρά, αλλά σε λίγο καιρό ήξερα απ’ έξω τους στίχους όλων των τραγουδιών… Όσο το σκέφτομαι, τα «Ζεστά ποτά» με κέρδισαν αρχικά με τους στίχους τους και με τον τρόπο με τον οποίο αποδίδονταν.

Μετά, ήρθε η επιτυχία με το «Ρίτα, Ριτάκι». Αυτή, έκανε την εταιρία να βάλει ειδική στάμπα πάνω στο εξώφυλλο του δίσκου ότι «σ’ αυτόν περιέχεται η επιτυχία «Ρίτα, Ριτάκι». Και ενέταξε κατά κάποιο τρόπο το δίσκο στην «μόδα της εποχής», όπου κανείς δεν ήξερε τι είναι «ποπ», τι είναι «ροκ», τι αφορά την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και τι ανήκει στην σύγχρονη «εξομολογητική» σχολή. Όχι, ότι είχε και τόση σημασία αλλά η αλήθεια είναι ότι τότε οι «ταμπέλλες», ήταν ισχυρές. Έχω την εντύπωση ότι  στο ξεκίνημά τους όλοι οι «τραγουδοποιοί» της εποχής – τι χαρακτηρισμός κι αυτός, σε αντιδιαστολή με τους «μεγάλους συνθέτες» της προηγούμενης γενιάς – ήθελαν να διαφοροποιούνται από τα πιο κλασσικά, λαϊκά, δημοτικά ή άλλα ακούσματα, έστω κι αν τα είχαν ακούσει πολύ, τα είχαν τραγουδήσει πολύ και τους είχαν επηρεάσει πολύ. Η τουλάχιστον, έτσι ήθελαν να τους παρουσιάζουν οι «έμποροι» των δίσκων της εποχής. Οι περισσότεροι, έβγαλαν αυτές τις επιρροές τους στους επόμενους δίσκους – όταν ήταν πιο σίγουροι ή τους άφησαν να είναι πιο ανοιχτοί. Απ’ αυτή την άποψη, μάλλον μού άρεσε τότε η επιλογή των Κατσιμίχα να μην ενταχθούν στο σύστημα των … αντισυστημικών και όσων αμφισβητούν την εξουσία μέχρι να τους …παραδοθεί – οπότε και λειτουργούν ως … «βασιλικώτεροι του βασιλέως»-   αλλά να βρεθούν δίπλα στον Γιώργο Νταλάρα…

Λίγο καιρό μετά, βρεθήκαμε τυχαία με τον Πάνο και το Χάρη, …συμμαθητές σε μια σειρά μαθημάτων που μάς έκανε ο Νίκος Κυπουργός. Εκείνη την εποχή, παρακολούθησαν από πιο κοντά τις σκέψεις τους, τους ενδοιασμούς και τις τελικές επιλογές τους, στο δρόμο για το «Όταν σού λέω πορτοκάλι, να βγαίνεις». Αργότερα, κάναμε και κάποιες συνομιλίες με δημοσιογραφικές αφορμές.  Δεν γίναμε ποτέ στενοί φίλοι και τώρα έχουμε να ιδωθούμε χρόνια… Όμως, από την συναναστροφή μας τότε, κατάλαβα πόσο βαθύτερη και πλατιά γνώση της ελληνικής μουσικής είχαν και πόσο ανοιχτοί ήταν στα ακούσματα και τις επιλογές τους. Νομίζω ότι το απέδειξαν όλο και περισσότερο και με τη διαχείριση των συγκεκριμένων τραγουδιών μέσα από τα χρόνια και με τις επόμενες δουλειές τους μέχρι και σήμερα, αλλά και με την ζωή τους γενικότερα.

Στη σειρά που – όπως λέμε πάντα – ακούμε ολόκληρους δίσκους, σαν να βάζαμε στο πικ απ έναν παλιό δίσκο βινυλίου. Ακούμε σήμερα τα «Ζεστά ποτά». Λέμε λεπτομέρειες από την ιστορία τους,  ζωγραφίζουμε την εποχή που πρωτοβγήκαν αλλά και την διαδρομή τους από τότε που γράφτηκαν – σχεδόν …δέκα χρόνια πριν την κυκλοφορία τους –  μέχρι και τις μέρες μας. Πάντα με την πεποίθηση και με στόχο ότι «Πρέπει να ξέρεις μηχανή να κόψεις μαύρα μάτια».

ΣΗΜ:  Το σκέφτηκα πολύ, αν έπρεπε η εικόνα της ανάρτησης να είναι το αρχικό εξώφυλλο του δίσκου ή αυτό που τυπώθηκε σύντομα μετά, με την ένδειξη «περιέχει την επιτυχία «Ρίτα, Ριτάκι». Αποφάσισα να είναι το δεύτερο γιατί πραγματικά αξίζει να θυμόμαστε πως διαμορφώνονται σε μια συγκεκριμένη στιγμή, αξίες που εν τέλει αφορούν την ιστορία.

σχετικα ondemand