Ιστορίες από την δισκογραφία : Μέρος πρώτο
Συνομιλητές: Λάμπρος Λιάβας – Γιώργος Κωτσίνης
Τρίτη 17/6, 9 με 10 το βράδυ, στην εκπομπή του Γιώργου Τσάμπρα και στο Δεύτερο πρόγραμμα 103.7.
Στην πρώτη από τις δύο εκπομπές, ακούμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την 60άχρονη πορεία του Πετρο-λούκα στην δισκογραφία και συζητάμε με τον Λάμπρο Λιάβα και τον νεότερο σολίστα του κλαρίνου Γιώργο Κωτσίνη. Οι ηχογραφήσεις πριν την Αμερική, κατ’ εξοχήν με την συνεργασία του Παντελή Καβακόπουλου. 45άρια με σόλο αλλά και τραγούδια της ηπειρώτικης παράδοσης καθώς και κάποια νεότερα. Και αργότερα, αποσπάσματα από το ηχητικό «χωνευτήρι» της Αμερικής, ένα «παγκόσμιο» άκουσμα που ξεκινάει με μουσικές της Ανατολής αλλά μεταφέρει ατόφιο το τοπικό ιδίωμα της Ηπείρου. Και ο κύκλος κλείνει με τις ηχογραφήσεις του μετά την επιστροφή στην Ελλάδα, από τα χρόνια γύρω στο ’80 και μετά. Οι δίσκοι με σόλο κλαρίνο («Μοιρολόγια και γυρίσματα», «Δρόμοι της ψυχής»), οι ηχογραφήσεις στη σειρά «Έλληνες και Ινδοί» με τους παράλληλους αυτοσχεδιασμούς με μουσικούς από την Ινδία και οι ηχογραφήσεις με τον Αντώνη Κυρίτση και άλλους τραγουδιστές με βάση τη λειτουργία των πανηγυριών.
Είναι κάποιες ιστορίες μεταξύ μύθου και πραγματικότητας που συνδέονται με την ιστορία του κλαρίνου στην Ήπειρο αλλά και με τη ζωή των κορυφαίων κλαριντζήδων της Ηπείρου. Η διαδρομή του Πετρο-λούκα Χαλκιά, από τα χρόνια του ’50 μέχρι τις μέρες μας, ανήκει σ’ αυτές τις ιστορίες. Στον ίδιο άρεσε να αναφέρει πόσο πίσω στο χρόνο πήγαινε η μουσική ιστορία της οικογένειάς του. Και μιλούσε περήφανα και για την καταγωγή της μητέρας του από την οικογένεια Χαρισιάδη – το «Λούκας» στο όνομά του, ήταν από τον παππού του Λουκά Χαρισιάδη. Ακόμα και για την καταγωγή της γυναίκας του από την οικογένεια Μπατζή. Μεγάλωσε στο Δελβινάκι, εκεί πέρασε τα παιδικά και πρώτα εφηβικά του χρόνια κι εκεί είχε τις πρώτες μουσικές του εμπειρίες, με τους ανθρώπους και τις εκδηλώσεις της περιοχής και της εποχής. Μετά, ήρθε στην Αθήνα. Οι συνθήκες δουλειάς και δισκογραφίας εκείνη την εποχή στην Αθήνα ήταν πολύ διαφορετικές από αυτές που διαμορφώθηκαν μετά το ’60. Κάποια στιγμή, τον τράβηξε όπως τόσους και τόσους μουσικούς, η Αμερική. Έζησε εκεί κάτι λιγότερο από μια 20ετία, παίζοντας τα ηπειρώτικα αλλά και συμμετέχοντας στα πολυπολιτισμικά μουσικά σχήματα των κέντρων της Αμερικής. Χαρακτηριστικές οι ηχογραφήσεις του από εκεί αλλά και «μυθικές» οι αφηγήσεις του… Επιστρέφοντας, γύρω στο 1980, βρέθηκε και υπηρέτησε και τις δύο όψεις που είχαν διαμορφωθεί τότε και στην δισκογραφία και στα ζωντανά παιξίματα. Με μουσική άνεση αλλά και συγκινητική προθυμία. Από τη μια ήταν ο κλαριτζής που υπηρετούσε τις ανάγκες των πανηγυριών, με χορευτικά κυρίως τραγούδια. Τραγούδια παλιά παιγμένα με τον τρόπο που απαιτούσε η εποχή αλλά και τραγούδια καινούργια – πάνω στα παλιά βήματα αλλά με τις νεότερες ηχητικές συνθήκες και στίχους. Και φυσικά, τροφοδοτούσε την ανάλογη δισκογραφία… Από την άλλη, ήταν ο σολίστας του κλαρίνου που με την μεγαλύτερη ευκολία και με απίστευτο προσωπικό δόσιμο στην έκφραση, έπαιζε και στην δισκογραφία, και στο ραδιόφωνο, και στην τηλεόραση και στους ανάλογους χώρους τα κλασσικά «σόλο» της ηπειρώτικης παράδοσης. Σ’ αυτό το πεδίο, ανοίχτηκε σε όποια συνεργασία και σε όποιο χώρο προσφερόταν. Βρέθηκε με νεότερους δημοτικούς μουσικούς – που τον έβλεπαν φυσικά σαν δάσκαλο – βρέθηκε με μουσικούς από την Ινδία αλλά και με τζαζίστες, έπαιξαν και ηχογράφησαν μαζί. Φτάνοντας μέχρι τα 90 του χρόνια, ενεργός και περιζήτητος.
Διαλέγουμε από όλα αυτά και συζητάμε για όλα αυτά, πάντα με την πεποίθηση και με στόχο ότι «Πρέπει να ξέρεις μηχανή να κόψεις μαύρα μάτια»