Ένας βουβός αλήτης αρθρώνει λόγο προσπαθώντας να εκσυγχρονιστεί.
Οι στίχοι του αλλόκοτοι, θυμίζουν αλαμπουρνέζικα, έπειτα όνειρο, έπειτα δεν θυμάσαι, πήγαινε κάπως έτσι, σαν ένα λαλαλά και μετά χαμήλωνε. Το τραγούδι έγινε ποίημα, εργάτης που βιαζόταν να γυρίσει σπίτι, έγινε και σπίτι με κανόνες και συνήθειες και παράθυρο από όπου είδες λίγο μπλε ουρανό. Και βιτρίνα καταστήματος και βροχή και κιθάρα πλανόδιου μουσικού, έξω από ένα μετρό. Μιας ξένης πόλης. Ή μήπως της δικής σου;
Ένα μεσημεριανό ταξίδι με όχημα την ανάγκη επικοινωνίας και αφορμή μια σκιά κάποιου που πέρασε τραγουδώντας.